- πάταγος
- πᾰτᾰγος1 crash
πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα σὺν πατάγῳ P. 1.24
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα σὺν πατάγῳ P. 1.24
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πάταγος — clatter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάταγος — ο, ΝΜΑ δυνατός κρότος (α. «πάταγος δὲ τε γίγνετ ὀδόντων», Ομ. Ιλ. β. «πάταγος ἀνέμου», Δίον. Αλ.) νεοελλ. μτφ. ζωηρή εντύπωση από κάποιο γεγονός η οποία εκφράζεται με θορυβώδη συζήτηση («μόλις μαθευτεί η είδηση θα γίνει πάταγος») μσν. θόρυβος αρχ … Dictionary of Greek
πάταγος — ο 1. θόρυβος, κρότος δυνατός. 2. μτφ., εντυπωσιακή είδηση, ζωηρή εντύπωση, έκπληξη: Έκανε πάταγο η ομιλία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πατάγοιο — πάταγος clatter masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατάγοις — πάταγος clatter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατάγοισι — πάταγος clatter masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατάγοισιν — πάταγος clatter masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατάγου — πάταγος clatter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατάγους — πάταγος clatter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατάγων — πάταγος clatter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατάγῳ — πάταγος clatter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)